- θρασυγλωττία
- θρασυ-γλωττία, ἡ,A boldness of tongue, Poll.2.108.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρασυγλωττία — θρασυγλωττίᾱ , θρασυγλωττία boldness of tongue fem nom/voc/acc dual θρασυγλωττίᾱ , θρασυγλωττία boldness of tongue fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυγλωττία — θρασυγλωττία, ἡ (Α) [θρασύγλωττος] η θρασύτητα τής γλώσσας, η αυθάδεια τής γλώσσας … Dictionary of Greek